χαλεπώτατα

χαλεπώτατα
χαλεπός
difficult
adverbial superl
χαλεπός
difficult
neut nom/voc/acc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χαλεπωτάτας — χαλεπωτάτᾱς , χαλεπός difficult fem acc superl pl χαλεπωτάτᾱς , χαλεπός difficult fem gen superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκτίκτω — ἐκτίκτω (Α) 1. τίκτω, γεννώ (α. «τὰ μὲν οὖν θήλεα χαλεπώτατα, ὅταν ἐκτέκωσι πρῶτον» Αριστ. β. «Ζαχαρίας Ίωάννην ἐκτέτοκεν», Μηναία, Ωδή 3) 2. μτφ. διαμορφώνω γνώμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”